ItalianoGreco


stanziàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stanˈtsjare]

1 προσδιορίζω (κονδύλια)
2 επιμερίζω
3 κατανέμω

stanziarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stanˈtsjarsi]

1 στρατωνίζομαι
2 καταυλίζομαι
3 εγκαθίσταμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z