starter
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstarter]
1 διάταξη εκκίνησης
2 ρελέ εκκίνησης
3 αφέτης εκκίνησης (στο στίβο)
4 μίζα
5 τσοκ
6 βαλβίδα ρύθμισης αέρα μείγματος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstarter]
1 διάταξη εκκίνησης
2 ρελέ εκκίνησης
3 αφέτης εκκίνησης (στο στίβο)
4 μίζα
5 τσοκ
6 βαλβίδα ρύθμισης αέρα μείγματος
permalink
starter (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android