ItalianoGreco


starter  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstarter]

1 διάταξη εκκίνησης
2 ρελέ εκκίνησης
3 αφέτης εκκίνησης (στο στίβο)
4 μίζα
5 τσοκ
6 βαλβίδα ρύθμισης αέρα μείγματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z