ItalianoGreco


statuìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [statuˈire]

1 νομοθετώ
2 θεσμοθετώ
3 θεσπίζω κανόνες δικαίου
4 διατάζω με θέσπισμα
5 θεσπίζω
6 διατάσσω δικαστικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z