ItalianoGreco


stazzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stattsaˈtura]

1 χωρητικότητα πλοίου σε τόνους
2 τονάζ πλοίου
3 μέτρηση χωρητικότητας πλοίου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z