ItalianoGreco


sterminatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sterminaˈtore]

1 καταστροφέας
2 λυμεώνας
3 εκθεμελιωτής
4 εξολοθρευτής
5 αφανιστής

sterminatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sterminaˈtore]

1 αφανιστικός
2 καταστροφικός
3 εξολοθρευτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z