ItalianoGreco


stolidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stolidiˈta]

1 βλακεία
2 κουταμάρα
3 χαζομάρα
4 ανοησία
5 ηλιθιότητα
6 ευήθεια
7 αβελτηρία
8 ανία
9 αμβλύνοια
10 απάθεια
11 αναισθησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---