stonàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [stoˈnato]
1 ενοχλημένος
2 σαστισμένος
3 συγχυσμένος
4 μπλεγμένος
5 μπερδεμένος
6 παράφωνος
7 φάλτσος
8 εκτός τόπου
9 ταραγμένος
10 ο της σύγκρουσης
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [stoˈnato]
1 ενοχλημένος
2 σαστισμένος
3 συγχυσμένος
4 μπλεγμένος
5 μπερδεμένος
6 παράφωνος
7 φάλτσος
8 εκτός τόπου
9 ταραγμένος
10 ο της σύγκρουσης
permalink
stonato (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android