stordiménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stordiˈmento]
1 ζάλη
2 ζαλάδα
3 πονοκεφάλιασμα
4 σκότισμα
5 σκοτοδίνη
6 αποβλάκωση
7 φλόμωμα
8 ζαβλάκωμα
9 ξεκούτιασμα
10 κατάπληξη
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [stordiˈmento]
1 ζάλη
2 ζαλάδα
3 πονοκεφάλιασμα
4 σκότισμα
5 σκοτοδίνη
6 αποβλάκωση
7 φλόμωμα
8 ζαβλάκωμα
9 ξεκούτιασμα
10 κατάπληξη
permalink
stordimento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android