ItalianoGreco


strampalàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [strampaˈlato]

1 νεοφανής
2 αλλόκοτος
3 ξενοπρεπής
4 εκκεντρικός
5 παράξενος
6 ιδιόρρυθμος
7 ιδιότροπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---