stràscico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstraʃʃiko]
1 τράτα (δίχτυ)
2 επακόλουθο
3 πομπή
4 ίχνος συρσίματος
5 συνοδεία
6 τράβηγμα
7 σύρσιμο
8 έλκυση
9 αρνητικά επακόλουθα
10 ολκός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstraʃʃiko]
1 τράτα (δίχτυ)
2 επακόλουθο
3 πομπή
4 ίχνος συρσίματος
5 συνοδεία
6 τράβηγμα
7 σύρσιμο
8 έλκυση
9 αρνητικά επακόλουθα
10 ολκός
permalink
strascico (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android