ItalianoGreco


strèpito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrɛpito]

1 σαματάς
2 πατιρντί
3 πάταγος
4 κρότος
5 φασαρία
6 κοσμοχαλασιά
7 βοή
8 θόρυβος
9 καλαμπαλίκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---