ItalianoGreco


strisciaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [striʃʃaˈmento]

1 κολακεία
2 γλείψιμο
3 λιβάνισμα
4 καλόπιασμα
5 σύρσιμο
6 κίνηση ερπετού ή έρποντος
7 γαλιφιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---