ItalianoGreco


struménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [struˈmento]

1 το εργαλείο
2 (musicale) το μουσικό όργανο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


strumenti [αρσ. πλυθ.] a fiato = τα πνευστά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---