ItalianoGreco


stupidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stupidiˈta]

1 κουταμάρα
2 μωρία
3 ανοησία
4 ιδιωτεία
5 ηλιθιότητα
6 βλακεία
7 ευήθεια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---