ItalianoGreco


subaltèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [subalˈtɛrno]

1 υπαξιωματικός
2 υφιστάμενος

subaltèrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [subalˈtɛrno]

1 κατώτερος σε ιεραρχία
2 κατώτερος
3 υποδεέστερος
4 υποτελής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---