ItalianoGreco


summit  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsummit], [ˈsammit]

1 ηγέτες
2 ανώτατη ηγεσία
3 σύνοδος κορυφής
4 σύσκεψη σε ανώτατο δυνατό επίπεδο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---