ItalianoGreco


superbióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [superˈbjoso], [superˈbjozo]

1 μπεηλίδικος
2 κομπαστικός
3 στομφώδης
4 περήφανος
5 υπεροπτικός
6 αλαζονικός
7 ακατάδεκτος
8 αγέρωχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---