ItalianoGreco


supermercàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [supermerˈkato]

το μεγάλο κατάστημα, το σούπερ μάρκετ


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


supermercato [αρσ.] = μεγάλο κατάστημα, τα πολυκαταστήματα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---