ItalianoGreco


supplènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [supˈplɛnte]

ο αναπληρωτής, η αναπληρώτρια

supplènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [supˈplɛnte]

1 προσωρινός
2 προσωρινά απασχολούμενος
3 αναπληρωματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---