ItalianoGreco


sussurràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sussurˈrare]

ψιθυρίζω

sussurràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sussurˈrare]

1 υποδηλώνω ύπουλα
2 κρυφομιλώ
3 ψιθυρίζω
4 τρίζω
5 σιγοτρίζω
6 θροίζω
7 γογγύζω
8 γκρινιάζω
9 μουρμουρίζω
10 τερετίζω
11 μινυρίζω
12 κελαρύζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---