ItalianoGreco


svecchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvekˈkjare]

1 φρεσκάρω
2 ανακαινίζω
3 ανακατασκευάζω
4 μεταρρυθμίζω
5 ανανεώνω
6 εκσυγχρονίζω
7 συγχρονίζω
8 εφαρμόζω σύγχρονες αντιλήψεις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---