ItalianoGreco


svergognàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvergoɲˈɲato]

ξεδιάντροπος άνθρωπος

svergognàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvergoɲˈɲato]

1 ανερυθρίαστος
2 ασύστολος
3 ξεδιάντροπος
4 αδιάντροπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---