Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtaʎʎa]

1 (misura) η μιζούρα, το μπόι
2 (ricompensa) αμοιβή, ανταμοιβή γιά επικηρυγμένο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tafofobia tagliaborse  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tafano (ουσ αρσ )
tafferuglio (ουσ αρσ )
taffete (επιφ.)
taffettà (ουσ αρσ )
tafofobia (θηλ.ουσ)
taglia (θηλ.ουσ)
tagliaborse (ουσ αρσ )
tagliaboschi (ουσ αρσ )
tagliacarte (θηλ.ουσ)
tagliaerba (ουσ αρσ )
tagliafiamma (ουσ αρσ )
tagliafieno (ουσ αρσ )
tagliafili (ουσ αρσ )
tagliafuoco (ουσ αρσ )
taglialegna (ουσ αρσ )
tagliamare (ουσ αρσ )
tagliando (ουσ αρσ )
tagliapasta (ουσ αρσ )
tagliapietre (ουσ αρσ )
tagliaradici (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---