ItalianoGreco


tangóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tanˈgone]

1 μακρά δοκός έκτασης πανιού
2 δοκάρι στήριξης πανιού
3 αγριάνθρωπος
4 βλάχος
5 κουτσόβλαχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---