ItalianoGreco


taràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [taˈrato]

1 ρυθμισμένος
2 βαθμονομημένος
3 που έχει μετρημένο το απόβαρο του
4 που έχει κληρονομικό ελάττωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---