ItalianoGreco


tartàglia  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tarˈtaʎʎa]

1 μάσκα του λαὶκού Ναπολιτάνικου Θεάτρου (για ψευδό και γυαλάκια συμβολαιογράφο)
2 συμβολαιογράφος (κωμικά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---