ItalianoGreco


tàxi, taxì  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtaksi], [takˈsi]

το ταξί


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


posteggio [αρσ.] di taxi = η πιάτσα των ταξί



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z