ItalianoGreco


tedésco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈdesko]

1 (persona) ο Γερμανός, η Γερμανίδα
2 (lingua) τα γερμανικά

tedésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teˈdesko]

γερμανικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pastore [αρσ.] tedesco = το λυκόσκυλο Αλσατίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z