tenebróso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [teneˈbroso], [teneˈbrozo]
1 μυστηριώδης
2 ολοσκότεινος
3 τρισκότεινος
4 κρυφός
5 απόκρυφος
6 μυστικός
7 σκοτεινότατος
8 ερεβώδης
9 σκοτεινός
10 ζοφερός
11 κατασκότεινος
12 θεοσκότεινος
13 ζοφώδης
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [teneˈbroso], [teneˈbrozo]
1 μυστηριώδης
2 ολοσκότεινος
3 τρισκότεινος
4 κρυφός
5 απόκρυφος
6 μυστικός
7 σκοτεινότατος
8 ερεβώδης
9 σκοτεινός
10 ζοφερός
11 κατασκότεινος
12 θεοσκότεινος
13 ζοφώδης
permalink
tenebroso (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android