ItalianoGreco


tentennaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tentennaˈmento]

1 επιφύλαξη
2 επαμφοτερισμός
3 ορρωδία
4 κόμπιασμα
5 δισταγμός
6 ταλάντευση
7 ενδοιασμός
8 αμφιταλάντευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---