tentennaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tentennaˈmento]
1 επιφύλαξη
2 επαμφοτερισμός
3 ορρωδία
4 κόμπιασμα
5 δισταγμός
6 ταλάντευση
7 ενδοιασμός
8 αμφιταλάντευση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tentennaˈmento]
1 επιφύλαξη
2 επαμφοτερισμός
3 ορρωδία
4 κόμπιασμα
5 δισταγμός
6 ταλάντευση
7 ενδοιασμός
8 αμφιταλάντευση
permalink
tentennamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android