tenùto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [teˈnuto]
1 κρατημένος για φύτεμα (για έδαφος)
2 υποχρεωμένος
3 καλλιεργημένος (για χωράφι)
4 υπόχρεος
5 αναγκασμένος
6 φυτεμένος (για χωράφι
7 δεσμευμένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [teˈnuto]
1 κρατημένος για φύτεμα (για έδαφος)
2 υποχρεωμένος
3 καλλιεργημένος (για χωράφι)
4 υπόχρεος
5 αναγκασμένος
6 φυτεμένος (για χωράφι
7 δεσμευμένος
permalink
tenuto (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android