ItalianoGreco


tenùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teˈnuto]

1 κρατημένος για φύτεμα (για έδαφος)
2 υποχρεωμένος
3 καλλιεργημένος (για χωράφι)
4 υπόχρεος
5 αναγκασμένος
6 φυτεμένος (για χωράφι
7 δεσμευμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---