tepidàrio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tepiˈdarjo]
χώρος με χλιαρό νερό που έκαναν προετοιμασία για το κυρίως λουτρό (αρχαιολογία)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tepiˈdarjo]
χώρος με χλιαρό νερό που έκαναν προετοιμασία για το κυρίως λουτρό (αρχαιολογία)
permalink
tepidario (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android