terminàle
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]
1 τερματικό
2 τερματικό αεροδρομίου
3 ακραίο τμήμα
4 ακροδέκτης
5 τερματικός σταθμός
6 τερματική διάταξη
terminàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]
1 συμπερασματικός
2 συνοριακός
3 καταληκτικός
4 ακραίος
5 οριακός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]
1 τερματικό
2 τερματικό αεροδρομίου
3 ακραίο τμήμα
4 ακροδέκτης
5 τερματικός σταθμός
6 τερματική διάταξη
terminàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [termiˈnale]
1 συμπερασματικός
2 συνοριακός
3 καταληκτικός
4 ακραίος
5 οριακός
permalink
terminale (ουσ αρσ )
terminale (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android