tignóso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tiɲˈɲoso], [tiɲˈɲozo]
1 τσιγκούνης άνθρωπος
2 πεισματάρης άνθρωπος
3 άρρωστος με τριχοφυτίαση
tignóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tiɲˈɲoso], [tiɲˈɲozo]
1 φιλάργυρος
2 πείσμων
3 πάσχων από τριχοφυτίαση
4 τσιγκούνης
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [tiɲˈɲoso], [tiɲˈɲozo]
1 τσιγκούνης άνθρωπος
2 πεισματάρης άνθρωπος
3 άρρωστος με τριχοφυτίαση
tignóso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [tiɲˈɲoso], [tiɲˈɲozo]
1 φιλάργυρος
2 πείσμων
3 πάσχων από τριχοφυτίαση
4 τσιγκούνης
permalink
tignoso (ουσ αρσ )
tignoso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android