ItalianoGreco


timidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [timiˈdettsa]

1 κοσμιότητα
2 αισχυντηλία
3 ευσχημοσύνη
4 σεμνοπρέπεια
5 ντροπαλοσύνη
6 ατολμία
7 ντροπαλότητα
8 αιδημοσύνη
9 σεμνότητα
10 συστολή (κοινωνική)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---