ItalianoGreco


timoróso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [timoˈroso], [timoˈrozo]

1 ευσυνείδητος
2 συνεσταλμένος
3 περιδεής
4 ευσεβής
5 φοβισμένος
6 έντρομος
7 άτολμος
8 αθάρρευτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z