ItalianoGreco


tipizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [tipidˈdzare]

1 διαμορφώνω βάσει προτύπων
2 παράγω τυποποιημένα προὶόντα
3 τυποποιώ
4 φτιάχνω σύμφωνα με πρότυπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z