ItalianoGreco


tiràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tiˈrata]

1 εξάψαλμος
2 σύρσιμο
3 κατεβατό
4 μονοκοπανιά
5 μακρόσυρτη κουβέντα
6 ρουφηξιά
7 ολκή
8 τράβηγμα
9 έλξη
10 τραβηξιά
11 έλκυση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---