ItalianoGreco


tondìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tonˈdino]

1 σουβέρ
2 δίσκος
3 ατελές κέρμα
4 σιδερένια δοκός ενίσχυσης
5 αρχιτεκτονικό κόσμημα (αστράγαλος)
6 πιατάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z