tosàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [toˈzare]
1 κόβω τα μαλλιά κοντά (με την ψιλή)
2 γδέρνω (πελάτες σε τιμές)
3 κλαδεύω (θάμνους φράχτη)
4 κουρεύω (όχι για ανθρώπους)
5 κουρεύω πολύ (άνθρωπο)
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [toˈzare]
1 κόβω τα μαλλιά κοντά (με την ψιλή)
2 γδέρνω (πελάτες σε τιμές)
3 κλαδεύω (θάμνους φράχτη)
4 κουρεύω (όχι για ανθρώπους)
5 κουρεύω πολύ (άνθρωπο)
permalink
tosare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android