ItalianoGreco


tracagnòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trakaɲˈɲɔtto]

κοντόχοντρος άνθρωπος

tracagnòtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trakaɲˈɲɔtto]

1 κοντοπίθαρος
2 κοντοφάρδουλος
3 κοντόχοντρος
4 κοντόπαχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---