tramenìo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [trameˈnio]
1 μεγάλη κίνηση και βαβούρα
2 αναδίφηση
3 πηγαινέλα
4 φασαρία και ζωηρότητα
5 σκάλισμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [trameˈnio]
1 μεγάλη κίνηση και βαβούρα
2 αναδίφηση
3 πηγαινέλα
4 φασαρία και ζωηρότητα
5 σκάλισμα
permalink
tramenio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android