ItalianoGreco


trasgressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trazgresˈsjone]

1 ξεπέρασμα
2 καταστρατήγηση
3 ατασθαλία
4 παρανομία
5 παρασπονδία
6 παράβαση
7 υπέρβαση
8 αμάρτημα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---