ItalianoGreco


tratteggiàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trattedˈʤato]

1 περιγραμμένος
2 σχεδιασμένος
3 σκιτσαρισμένος
4 διαγραμμισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---