ItalianoGreco


trazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tratˈtsjone]

1 κινητήρια ισχύς
2 ολκή
3 ολκός
4 έλξη
5 δύναμη έλξης
6 δύναμη τραβήγματος με μηχανή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---