ItalianoGreco


trentennàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trentenˈnale]

1 τριακονταετία
2 επέτειος 30 χρόνων

trentennàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trentenˈnale]

1 τριακονταετής
2 ο διάρκειας 30 ετών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---