ItalianoGreco


trequàrti  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,treˈkwarti]

1 τροκάρ
2 βελόνα παρακέντησης
3 παλτό που καλύπτει τα 3/4 του σώματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---