ItalianoGreco


triàssico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [triˈassiko]

Τριάσιος γεωλογική περίοδος (πρώτη Μεσοζωική περίοδος)

triàssico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [triˈassiko]

Τριάσιος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---