ItalianoGreco


trinciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [trinˈʧare]

1 κόβω με ακρίβεια
2 λιανίζω
3 κατακόβω
4 σμιλεύω
5 τορεύω
6 χαράζω

trinciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [trinˈʧarsi]

1 διαχωρίζομαι
2 διαμοιράζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---