trìto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtrito]
1 πεζολογικός
2 μπανάλ
3 πεζός
4 συνηθισμένος
5 κοινότυπος
6 κοινότοπος
7 λιανισμένος
8 ψιλοκομμένος
9 κατακομμένος
10 τετριμμένος
11 κατατεμαχισμένος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtrito]
1 πεζολογικός
2 μπανάλ
3 πεζός
4 συνηθισμένος
5 κοινότυπος
6 κοινότοπος
7 λιανισμένος
8 ψιλοκομμένος
9 κατακομμένος
10 τετριμμένος
11 κατατεμαχισμένος
permalink
trito (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android